σπαλακίδες

σπαλακίδες
οἱ, Ν
ζωολ. οικογένεια τυφλοπόντικων με τυπικό γένος τον σπάλακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπάλακας — ο / σπάλαξ, ακος, ἡ ΝΑ, και λόγιος τ. σπάλαξ και σφάλαγκας και σφάλαγκος Ν, και σπάν. αρσ. τ., ὁ, και σφάλαξ Α γένος τυφλοπόντικων τής οικογένειας σπαλακίδες …   Dictionary of Greek

  • τυφλοποντικός — και τυφλοπόντικας, ο, και τυφλοπόντικο, το, Ν κοινή ονομασία τών τρωκτικών που ανήκουν στις οικογένειες σπαλακίδες και βαθυεργίδες, μοιάζουν με ασπάλακες, από όπου και η λόγια ονομασία τους ποντικοί ασπάλακες, είναι προσαρμοσμένοι στην υπόγεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”